- ἀπόερσε
- ἀπόερσε , ἀπόερσεswept awayaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόερσε — ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ εν. πρόσ.) (Α) παρασύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < από (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα *wer «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
ἀπόερσεν — ἀπόερσε swept away aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)